- περιγεγραμμένων
- περιγράφωdraw a line roundperf part mp fem gen plπεριγράφωdraw a line roundperf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθρά — Λοιμώδης εξανθηματική νόσος, η οποία οφείλεται σε ιό. Προσβάλλει συνήθως παιδιά 4 12 ετών. Ο χρόνος επώασης της νόσου ποικίλλει από 12 έως 21 ημέρες· η εξέλιξή της είναι συνήθως καλοήθης, με μικρό πυρετό και καλή γενική κατάσταση. Το τυπικό… … Dictionary of Greek
Π, π — Το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Οφείλει το σχήμα του στο δέκατο έβδομο γράμμα του σημιτικού αλφαβήτου pe (= στόμα). Από φωνητική άποψη είναι φθόγγος άηχος, ακαριαίος και χειλικός. Ο αρχαίος ελληνικός φθόγγος π προήλθε από τον… … Dictionary of Greek